- νορμανδικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νορμανδία ή στους Νορμανδούς (α. «νορμανδική φυλή» β. «νορμανδική κατάκτηση»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κόλτσεστερ — (Colchester). Πόλη (155.796 κάτ. το 2001) της ανατολικής Αγγλίας, στην κομητεία Έσεξ. Βρίσκεται πάνω σε λόφο, ο οποίος δεσπόζει στη δεξιά όχθη του ποταμού Κόουλν, κοντά στη Βόρεια θάλασσα. Αποτελεί αγροτικό και εμπορικό κέντρο με μεγάλη κίνηση… … Dictionary of Greek
Μεσσήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά του Άργους, Τριόπα, γιου του Φόρβα, ενώ σύμφωνα με κάποια άλλη ήταν κόρη του Φόρβα και της Εύβοιας και αδελφή του Τριόπα. Παντρεύτηκε τον Πολυκάονα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά… … Dictionary of Greek
Οξφόρδη — (Oxford). Πόλη (98 521 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη νότια Αγγλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.608 τ. χλμ., 578 900 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή του Τσέργουελ με τον άνω ρου του Τάμεση (Άιζις, στην καρδιά της περιοχής που εκτείνεται… … Dictionary of Greek